υποστορέννυμι

υποστορέννυμι
Α
βλ. υποστρώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υποστρώνω — ὑποστρώννυμι ΝΜΑ, και ὑποστρωννύω ΜΑ, και ὑποστορέννυμι και ὑποοτόρνυμι Α [στρώνω] στρώνω αποκάτω αρχ. 1. (ιδίως) στρώνω το κρεβάτι κάποιου 3. (στον παθ. παρακμ.) ὑπέστρωμαι μτφ. υπόκειμαι σε κάποιον ή σε κάτι 4. φρ. α) «λέκτρα ὑποστρώννυμι τινι» …   Dictionary of Greek

  • υποστόρεσμα — έσματος, τὸ, Α [ὑποστορέννυμι] υπόστρωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”